- δωσιδικία
- liability
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
δωσιδικία — και δοσιδικία, η (Α δωσιδικία) νεοελλ. η αρμοδιότητα δικαστηρίου σχετικά με τους διαδίκους και τις δικαστικές υποθέσεις αρχ. το να παραδίδεται κανείς στη δικαιοσύνη, να παρουσιάζεται για να δικαστεί … Dictionary of Greek
δωσιδικία — η η υποχρέωση ενός κατηγορουμένου να δικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοσιδικία — η βλ. δωσιδικία … Dictionary of Greek